περιπροσάγω

περιπροσάγω
Α [προσάγω]
φέρνω κάποιον ή κάτι από τα γύρω («οὐχὶ ταὐτὸ ἱερεῑον ἅπασιν ἐν κύκλῳ τοῑς ἀγάλμασι περιπροσάγοντας», Δίων Χρυσ.).

Dictionary of Greek. 2013.

Игры ⚽ Нужна курсовая?

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”